παρακινούμαι

παρακινούμαι
παρακινούμαι, παρακινήθηκα, παρακινημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
παρακινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακινιόμουν).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… …   Dictionary of Greek

  • ανεγείρω — (AM ἀνεγείρω) χτίζω, οικοδομώ μσν. (αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι αρχ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον 2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω 3. εξεγείρω, ερεθίζω …   Dictionary of Greek

  • ανταγωνίζομαι — (Α ἀνταγωνίζομαι) 1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου 2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι αρχ. 1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου 2. είμαι αντίδικος κάποιου 3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι 4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • αυτενεργώ — αὐτενεργῶ ( έω) ενεργώ από μόνος μου, με τη θέλησή μου, χωρίς να παρακινούμαι από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • παραζηλώ — όω, Α 1. προκαλώ σε κάποιον ζηλοτυπία 2. δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι 3. παρακινούμαι να δείξω ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζηλῶ (< ζῆλος)] …   Dictionary of Greek

  • παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμώ — φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα 1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση. 2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”